- τάκων
- -ωνος, και τακών, -ῶνος, Αείδος λουκάνικου («τακῶνεςτροχίσκοι στέατος κεκομμένου μεθ' ἁλῶν καὶ ξηρῶν ἀρτυμάτων», Ησύχ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει πιθ. σχηματιστεί από το θ. τακ- τής συνεσταλμένης βαθμίδας τού ρ. τήκω*].
Dictionary of Greek. 2013.